- ομόστεγος
- -η, -οαυτός που μένει κάτω από την ίδια στέγη με άλλον, αλλ. σύνοικος, συγκάτοικος: Είναι φίλος και ομόστεγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομόστεγος — η, ο (Α ὁμόστεγος, ον) αυτός που ζει κάτω από την ίδια στέγη, που συγκατοικεί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοστεγώ — ὁμοστεγῶ, έω (Α) [ομόστεγος] ζω κάτω από την ίδια στέγη, είμαι συγκάτοικος, συνοικώ … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱՅԱՐԿ — ( ) NBH 2 0017 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 13c ա. ὀμόστεγος contubernalis. Յարկակից. բնակակից. *Ոչ միայն համայարկ է, այլեւ համասեղան միշտ լինի. Փիլ. նխ. ՟բ.: *Օտարք, եւ ոչ համայարկ: Զմիամիտն թռչուն (զաղաւնի) եւ զհամայարկն արձակէ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)